ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ: ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ & ΜΕΛΛΟΝ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ ΜΕ ΚΥΨΕΛΕΣ ΚΙΝΗΤΗΣ ΚΗΡΗΘΡΑΣ

Με την οικονομική υποστήριξη και την αιγίδα 

ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΚΥΨΕΛΕΣ ΚΙΝΗΤΗΣ ΚΗΡΗΘΡΑΣ

ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΦΙΝΑ (ΚΟΦΙΝΙΑ)

Τα κοφίνια κινητής κηρήθρας της Αττικής ήταν ανάστομα (ανοιχτά μόνο στο άνω μέρος), πλεγμένα συνήθως από λυγαριά και σχίζες καλαμιού. Στο στόμιό τους τοποθετούνταν 9 με 11 πήχεις – κηρηθροφορείς, που στην Αττική, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα καλούνταν «καλαμίσματα». Τα κοφίνια της Αττικής χρίονταν εσωτερικά και εξωτερικά με κοπρογή και σκεπάζονταν με σκούφο από χόρτα. Στην περιοχή των Μεσογείων τα κοφίνια δε διέθεταν αχυρένιο σκούφο, αλλά αντ' αυτού ένα παχύ στρώμα κλαδιών από σκίνο, πατημένων και έντεχνα δεμένων μεταξύ τους. Πάνω τοποθετούνταν μια λίθινη πλάκα. Το ύψος των κοφινιών ανερχόταν σε 60 περίπου εκατοστά, η διάμετρός τους ήταν περί τα 50 εκ. και η βάση τους ήταν συνήθως επίπεδη και σε κάποιες περιπτώσεις τουρλωτή προς τα κάτω. Οι κηρηθροφορείς κατασκευάζονταν από κέδρο ή άλλο σκληρό ξύλο.

Τα κοφίνια κινητής κηρήθρας ήταν οι πλέον διαδεδομένες κυψέλες στο νησί της Κυθήρων, όπου ήταν δύο ειδών, αμφίστομα (ανοιχτά επάνω – κάτω) και ανάστομα. Κατασκευάζονταν κατά βάση από λυγαριά και σχίζες καλαμιού. Η διάμετρος της βάσης, στα ανάστομα, υπολογιζόταν μια πιθαμή, ήτοι 23-25 εκ., ενώ το ύψος αντιστοιχούσε στην απόσταση από τον αγκώνα έως το μέσον της παλάμης, δηλαδή 46-50 εκ. Τα «αδονάκια» (κηρηθροφορείς) σκεπάζονταν με μείγμα σβουνιάς και κοκκινοπηλού. Aπό πάνω τοποθετούνταν ένα στρώμα από κλαδιά πικροδάφνης και στο στρώμα αυτό, παλαιότερα, έτερο στρώμα από πλατανόφυλλα. Τέλος, πάνω από όλα αυτά τοποθετούνταν η «χελόπλακα», μια σχιστολιθική πλάκα που εξορυσσόταν στις Οχέλες, περιοχή στα βόρεια του νησιού -εξ ου και το όνομά της. Το κοφίνι πατούσε πάνω σε λίθινη πλάκα, συχνά κυκλικού σχήματος, που καλούνταν «κάθηκο». Τα αμφίστομα κοφίνια προσκολλούνταν στα «κάθηκα» με μείγμα λάσπης και σβουνιάς, ώστε να μην κινδυνεύουν να παρασυρθούν από τον άνεμο, σε αντίθεση με τα ανάστομα, τα οποία δεν προσκολλούνταν.

Τα κοφίνια κινητής κηρήθρας ήταν η μοναδική χρησιμοποιούμενη κυψέλη στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου. Aπαντούσαν ωστόσο, αν και σπάνια, και στη νότια Πελοπόννησο, στο δυτικό δηλαδή μέρος της Λακωνίας (Μάνη) και στη Μεσσηνία, παράλληλα όμως εκεί με άλλους τύπους κυψελών σταθερής κηρήθρας.

Όσον αφορά στη χρήση τους στη Μεσσηνία, τα κοφίνια ήταν ανάστομα, οι κηρηθροφορείς καλούνταν «τσαπιά» και η σχιστολιθική πλάκα που τοποθετούνταν από πάνω ονομαζόταν «τίκλα». Ο κατ' εξοχήν χώρος όπου απαντούσαν τα κοφίνια κινητής κηρήθρας στην Πελοπόννησο ήταν το ανατολικό μισό του νομού Λακωνίας, η Κυνουρία, ο νομός Αργολίδας, η Τροιζηνία και το ανατολικό τμήμα του νομού Κορίνθου. Στο νότιο τμήμα του χώρου αυτού τα κοφίνια ήταν αμφίστομα, ενώ στο βόρειο χρησιμοποιούνταν δυο τύποι ανάστομων κοφινιών, ο ένας με επίπεδη βάση και ο άλλος με τουρλωτή ή, όπως έλεγαν, «με γούβα». Ο δεύτερος τύπος, με την εξογκωμένη προς τα κάτω βάση, επέτρεπε στο κοφίνι να μην πατά πάνω στη γη (ή σε κάποια λίθινα πλάκα) όπως τα άλλα ανάστομα, αλλά να στηρίζεται σε πέτρες που τοποθετούνταν περιμετρικά, ώστε να μη σαπίζει γρήγορα. Τα αμφίστομα κοφίνια έχουν καταγραφεί στη Λακωνία, στην περιοχή του Πάρνωνα και στην Κυνουρία. Στη Δαιμονιά Λακωνίας για υφάδι κατά την κατασκευή τους χρησιμοποιούνταν κυρίως σχίζες καλαμιού και μόνο το χείλος και το κάτω τμήμα του κοφινιού πλεκόταν, για μεγαλύτερη αντοχή, με βέργες. Στη Δαιμονιά για κηρηθροφορείς δεν χρησιμοποιούνταν πήχεις, αλλά κομμένα κλαδιά, κυκλικής διατομής, με το απαιτούμενο πλάτος (στην προκειμένη περίπτωση διάμετρο) των ± 3,5 εκατοστών. Στον Πάρνωνα για υφάδι στα κοφίνια φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά βέργες. Στην περιοχή τα κοφίνια διέθεταν σχετικά μικρή χωρητικότητα.

Στο νησί της Κέας, όπου χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά κυψέλες κινητής κηρήθρας, απαντούσαν και ανάστομα κοφίνια, παρόλο που ο αριθμός τους ήταν πολύ μικρός συγκριτικά με τις αντίστοιχες πήλινες κυψέλες. Οι κηρηθροφορείς των κυψελών της Κέας καλούνταν «πλακίδια».

Στην Κρήτη κοφίνια ήταν σε χρήση μόνο στον Νομό Χανίων και κατασκευάζονταν συνήθως αμφίστομα και σπανίως ανάστομα. Πλέκονταν με βέργες λυγαριάς ή μυρτιάς και χρίονταν εσωτερικά με σβουνιά και κοκκινόχωμα ή με μείγμα σβουνιάς, ασπροχώματος και αχύρου. Εξωτερικά καλύπτονταν με χρίσμα μόνο γύρω από τα στόμιά τους, σε πλάτος 10 περίπου εκατοστών, ώστε να αναπνέει καλύτερα το σμήνος, να μην προστίθεται βάρος και να μη σαπίζουν εύκολα οι βέργες. Οι διαστάσεις τους συνήθως ήταν: 38 εκ. ύψος, 42 εκ. διάμετρος άνω στομίου και 32 εκ. διάμετρος κάτω στομίου. Οι κηρηθροφορείς τους καλούνταν «κανόνια». Τα εν λόγω κοφίνια τοποθετούνταν τον χειμώνα πάνω σε μια λίθινη πλάκα που οι Κρητικοί μελισσοκόμοι ονόμαζαν «πατηχάλι» ή σε «πλακούρα» (συνεχόμενο επίπεδο βράχο). Τα σημεία που η κυψέλη ακουμπούσε στο «πατηχάλι» προσκολλούνταν -περιμετρικά- με λάσπη, εκτός από ένα σημείο, 10 περίπου χιλιοστών, που αφηνόταν για την είσοδο των μελισσών. Για προστασία από τα στοιχεία της φύσης τοποθετούνταν πάνω από τα κοφίνια κλαδάκια θάμνων με πλάκες ή πέτρες.

ΠΗΛΙΝΕΣ ΚΥΨΕΛΕΣ
Στην Κεντροδυτική Κρήτη ήταν διαδεδομένες κάθετες πήλινες κυψέλες κινητής κηρήθρας, που ονομάζονται «βρασκιά» ή «φρασκιά». Τα «βρασκιά» είχαν, όπως και όλες οι κυκλικής διατομής κυψέλες κινητής κηρήθρας, το σχήμα του κόλουρου ανεστραμμένου κώνου και οι διαστάσεις τους είχαν μικρές διαφοροποιήσεις. Το ύψος τους έφτανε τα 37 - 40 εκ., η εξωτερική διάμετρος του στομίου τους ήταν 40 - 48 εκ. και αυτή της βάσης τους 29 - 34 εκ. Στο μέσον τους περίπου έφεραν δύο κοντές λαβές για τη μεταφορά τους, ενώ η είσοδος των μελισσών πραγματοποιούνταν από μακρόστενο άνοιγμα κοντά στη βάση του αγγείου που ονομαζόταν «ανθολόγος». Σε ύψος 8 με 10 εκατοστών πάνω από την είσοδο υπήρχε συχνά κυκλική οπή, διαμέτρου 1 – 1,5 εκατοστού, ο «ανεμολόγος», που βοηθούσε στον καλύτερο αερισμό του σμήνους. Ωστόσο, ο «ανεμολόγος» δεν είχε καθολική εφαρμογή σε όλη την Κρήτη. Ανάλογα με την εσωτερική διάμετρο του άνω μέρους του «βρασκιού», τοποθετούνταν δέκα (που ήταν συνηθέστερο) ή, σπανιότερα, έντεκα ξύλινοι πήχεις – κηρηθροφορείς που ονομάζονταν «καντινέλες» ή «κανόνια». Οι πήχεις αυτοί ήταν συχνά κοίλοι στο μέσον της κάτω πλευράς τους, όπου προσκολλούσαν οι μέλισσες τις κηρήθρες τους, ενώ στα άκρα και στην άνω τους πλευρά ήταν επίπεδοι. Υπάρχει, επίσης, αναφορά για την ύπαρξη αυλακιού κατά μήκος, στο κέντρο έκαστου «κανονιού».

Στην Κέα ο συνηθέστερος τύπος κυψέλης ήταν το τοπικό «υψέλι», μια κάθετη πήλινη κυψέλη κινητής κηρήθρας, προσομοιάζουσα με μεγάλη γλάστρα. Το ύψος της έφτανε τα 38 εκ., η διάμετρος του στομίου της τα 50 εκ. και αυτή της βάσης της τα 22 εκ. Η είσοδος των μελισσών πραγματοποιούνταν από μακρόστενο άνοιγμα στο κάτω μέρος, γνωστό ως «θυρίδα». Οι κηρηθροφορείς κατασκευάζονταν από ξύλο «ασφένδαμου» (σφενδάμου) ή πικροδάφνης και μετά την τοποθέτησή τους στο «υψέλι» καλύπτονταν με «βροβιθιά» (σβουνιά με λάσπη), έτσι ώστε η κυψέλη να είναι σφραγισμένη στο στόμιο. Από πάνω τοποθετούνταν η «αρματωσιά», ήτοι κλαδιά θάμνων που είχαν προηγουμένως διαμορφωθεί κατάλληλα και μια σχιστολιθική πλάκα.

Στα Κύθηρα οι πήλινες κυψέλες δεν ήταν διαδεδομένες. Μια και μοναδική κυψέλη από το υλικό αυτό έχει καταγραφεί στο νησί. Οι ενδεικτικές της διαστάσεις, κατά τον πληροφορητή μας Ιωάννη Πρωτοψάλτη από τα Μητάτα, είναι 45-50 εκ. ύψος, 40-45 εκ. διάμετρος στομίου και 20-25 εκ. διάμετρος βάσης.

Στην Πελοπόννησο πήλινες κυψέλες κινητής κηρήθρας, αλλά και γενικότερα παραδοσιακές πήλινες κυψέλες, δεν χρησιμοποιούνταν, τουλάχιστον κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Η αρχαιολογική σκαπάνη ωστόσο, έφερε στο φως στην Ισθμία πήλινα αγγεία ελληνιστικής εποχής, στα τοιχώματα των οποίων η εργαστηριακή ανάλυση εντόπισε κερί, αποδεικνύοντας έτσι πως αποτελούσαν κυψέλες.

ΛΙΘΙΝΕΣ ΚΥΨΕΛΕΣ

Λίθινες κυψέλες κινητής κηρήθρας χρησιμοποιούνταν, σε σχετικά μεγάλους αριθμούς, στο νησί των Κυθήρων και ήταν τριών τύπων. Ο συνηθέστερος, ο οποίος καλούνταν «γούρνα», κατασκευαζόταν από ένα κομμάτι τοπικού πωρόλιθου, το οποίο αποκοπτόταν από ειδικούς τεχνίτες, τους πωροκόπους, από τον φυσικό βράχο και λαξευόταν εσωτερικά έως ότου λάβει την επιθυμητή μορφή. Οι διαστάσεις των κυψελών αυτών δεν ήταν σταθερές και παρουσίαζαν μεγάλες αποκλίσεις. Στη μια μακριά τους πλευρά και κοντά στη βάση ανοιγόταν επιμήκης οπή για τη δίοδο των μελισσών. Στο άνοιγμα στο άνω μέρος τοποθετούνταν τα «αδονάκια», όπως ήταν γνωστοί στα Κύθηρα οι πήχεις – κηροθροφορείς. Τα «αδονάκια» κατασκευάζονταν από ξύλο αγριελιάς ή από τις δούγες παλιού δρύινου βαρελιού. Στο κάτω τμήμα τους κόβονταν «φαλτσογωνιά» για να διευκολύνεται / οριοθετείται το σημείο από όπου θα ξεκινούσε το μελίσσι την προσκόλληση της κάθε κηρήθρας. Εξωτερικά καλύπτονταν με μείγμα «βουτσέας» (σβουνιάς) και κοκκινοπηλού, ώστε η κυψέλη να είναι ερμητικά κλεισμένη στο άνω της μέρος. Στη συνέχεια στρωνόταν συνήθως ένα στρώμα από «σπάκα» (κλαδάκια πικροδάφνης). Πάνω σε αυτό τοποθετούνταν η «χελόπλακα» (σχιστολιθική πλάκα). Πέραν των κατασκευασμένων από ένα κομμάτι πωρόλιθου κυψέλες, υπήρχαν και κυψέλες από λίθινες πλάκες, συγκολλημένες με μείγμα «βουτσέας» και κοκκινοπηλού.

Υπήρχε, τέλος, και ένας σπάνιος τύπος κυψελών, οι σκαλισμένες στον φυσικό βράχο, στις περιοχές που αυτό ήταν εφικτό.

Κυψέλες από συγκολλημένες σχιστολιθικές πλάκες χρησιμοποιούνταν, σε μικρούς όμως αριθμούς, κατά τον περασμένο τουλάχιστον αιώνα και στο νησί της Κέας.

Λίθινες κυψέλες κινητής κηρήθρας, αν και σπάνιες, δεν ήταν άγνωστες και στην Πελοπόννησο. Έχουν καταγραφεί στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας, κατασκευασμένες, όπως και στα Κύθηρα, από λαξευμένο πωρόλιθο.

ΛΟΙΠΟΙ ΤΥΠΟΙ ΚΥΨΕΛΩΝ/ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

Οι σανιδένιες κυψέλες κινητής κηρήθρας ήταν πιο σπάνιες, αλλά χρησιμοποιούνταν στην Κρήτη, στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα.

Στην Κρήτη, στα Κύθηρα, στην Κέα και αλλού, για προστασία από τους κλέφτες, τα κοπάδια των ζώων, τους ανέμους, αλλά και το κακό μάτι, οι κυψέλες τοποθετούνταν συχνά εντός περίκλειστων λίθινων κατασκευών, τους μελισσόκηπους ή μελισσομαντριά. Συχνά δημιουργούσαν στους τοίχους ειδικές κόγχες όπου τοποθετούνταν οι κυψέλες.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περιοχή Μακρέα Σκάλα Κυθήρων, τα κοφίνια τοποθετούνταν σε «αρμάρια» (ερμάρια), ειδικές θέσεις για κυψέλες στους ξηρολιθικούς τοίχους που διαμόρφωναν τις πεζούλες του νησιού. Οι διαστάσεις των «αμαριών» αυτών δεν ήταν σταθερές, ωστόσο δεν ήταν μικρότερες από 50 εκ. σε πλάτος και βάθος και 60 εκ. σε ύψος.

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Οι κυψέλες κινητής κηρήθρας δεν ενδεικνύονταν για νομαδική μελισσοκομία, λόγω του ότι οι κηρήθρες είναι προσκολλημένες μόνο στους πήχεις της οροφής και όχι στα τοιχώματα της κυψέλης ή σε πλαίσια. Επομένως, είναι αρκετά εύκολο οι κηρήθρες να αποκοπούν κατά τη μεταφορά και να συνθλιβούν. Εντούτοις, σε αρκετές περιοχές διενεργούσαν μεταφορές τους, με τη δέουσα, φυσικά, προσοχή και με συγκεκριμένες μεθόδους φόρτωσης. Οι εν λόγω περιοχές ήταν η Κυνουρία, η Κέα και ιδίως η δυτική Κρήτη. Για τις μεταφορές χρησιμοποιούνταν ζώα, άμαξες και ιστιοφόρα καΐκια, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τις μεταφορές διενεργούσαν με τα πόδια οι ίδιοι οι μελισσοκόμοι, φορτωμένοι με μία ή δύο κυψέλες.

Στην Κέα τα «υψέλια» μεταφέρονταν εντός του νησιού με ζώα (δυο κυψέλες σε κάθε ζώο) ή και με τα πόδια (στην πλάτη). Τα «υψέλια» που χρησιμοποιούνταν για μεταφορές διέθεταν, κοντά στο στόμιο, δυο κάθετες λαβές ώστε να δύναται να τα δένει ασφαλέστερα ο μελισσοκόμος στο σαμάρι του ζώου.

Τα αμφίστομα κοφίνια κινητής κηρήθρας στην Πελοπόννησο χρησιμοποιούνταν και για νομαδική μελισσοκομία, μόνο που εδώ οι μεταφορές, σε αντίθεση με τη Δυτική Κρήτη, διενεργούνταν κυρίως δια θαλάσσης.

Στη δυτική Κρήτη, όπου χρησιμοποιούνταν κοφίνια, οι τοπικοί μελισσοκόμοι φόρτωναν στα ζώα επτά κοφίνια, ανά δύο στα πλάγια του σαμαριού όρθια και τρία στο μέσον πλαγιαστά (ανά ένα επάνω στα δύο όρθια και ένα στο μέσον του σαμαριού). Τα πλαγιαστά τοποθετούνταν έτσι ώστε οι άξονες των κηρηθροφορέων να είναι σε κάθετη θέση ως προς το έδαφος για να μην σπάσουν οι κηρήθρες κατά τη μεταφορά.

Πηγή: Ερευνητικές εργασίες Γιώργου Μαυροφρύδη (Προσαρμογή)

Σημειώσεις

Είναι, γενικά, παραδεκτό πως η σύγχρονη µελισσοκοµία έλκει την καταγωγή της από τις παραδοσιακές ανάστοµες πλεκτές κυψέλες (µελισσοκόφινα) κινητής κηρήθρας της Ελλάδας. Οι κυψέλες αυτές έγιναν γνωστές στη Δύση τον 17ο αιώνα από περιηγητές που τις συνάντησαν στον ελλαδικό χώρο και τις περιέγραψαν στις ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις. Η γνωστοποίηση της ύπαρξης κυψελών με κινητές κηρήθρες απετέλεσε το έναυσμα για αρκετούς ερευνητές του δυτικού κόσμου ώστε να αναζητήσουν ορθολογικότερο τρόπο άσκησης της μελισσοκομίας. Η αναζήτηση αυτή ολοκληρώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, με τον καθορισμό του διαστήματος της μέλισσας και τη δημιουργία της σύγχρονης πλαισιοκυψέλης.

Όταν τη δεκαετία του 1960 διαπιστώθηκε ότι η σύγχρονη πλαισιοκυψέλη δεν ήταν κατάλληλη για μελισσοκομία στην Αφρική, προτάθηκε η χρήση παραδοσιακών κυψελών κινητής κηρήθρας της Ελλάδας. Η πρόταση αυτή έτυχε ευρείας αποδοχής και στις μέρες μας η κυψέλη κινητής κηρήθρας, σε εξελιγμένη συνήθως μορφή, αποτελεί την κατ' εξοχήν κυψέλη όχι μόνο της Αφρικής, αλλά και ολόκληρου του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως, στην Ισθμία, κάθετες πήλινες κυψέλες, ελληνιστικής περιόδου, που διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών κυψελών κινητής κηρήθρας. Με αντίγραφα των κυψελών αυτών ασκήθηκε πειραματικά μελισσοκομία, κατά την οποία απεδείχθη ότι οι εν λόγω κυψέλες λειτουργούσαν με τη μέθοδο των κινητών κηρηθρών.

ΔΡ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΦΡΥΔΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ 

Φύση και πολιτισμός αποτελούν τη διαχρονική κληρονομιά της Ελλάδας. Η φύση, χαρισμένη εδώ και εκατομμύρια χρόνια, ο πολιτισμός από όσους έζησαν εδώ. Και τα δυο αποτελούν την προίκα της χώρας, που, αν τη διαχειριστούμε βιώσιμα, θα μπορούμε να την απολαύσουμε βιωματικά και οικονομικά.

Σήμερα η μελισσοκομία αποτελεί μοχλό τουριστικής ανάπτυξης σε πολλές χώρες, από την κεντρική Ευρώπη έως πέραν του Ατλαντικού. Θα αναφερθώ ιδιαίτερα στη γειτονική μας Σλοβενία, τη χώρα των 20.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, όπου υπάρχουν 33 επίσημα κατοχυρωμένες μονάδες μελισσοτουρισμού με ειδικούς ξεναγούς όπου οι πάροχοι πιστοποιούνται με ειδικό σήμα από 1 ως 3 μέλισσες.

Η Ελλάδα, με τεράστια ιστορία και φυτική ποικιλότητα, και διακριτά τεκμήρια μελισσοκομίας, μπορεί να προσφέρει πολλά διαφορετικά τουριστικά προϊόντα, γνώσεις σχετικά με τη θαυμαστή κοινωνία των μελισσών, την ιστορία της μελισσοκομίας, τις μεθόδους, εργαλεία και κτίσματα που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και μελισσοθεραπεία και απόλαυση των προϊόντων της μέλισσας σε σχέση με την τοπική κουζίνα. Στο τέλος της ημέρας, ο μελισσοτουρισμός θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό για την επανάχρηση κάποιων παραδοσιακών μεθόδων. Έτσι, θα μπορούσε να συμβάλλει στη συντήρηση λιθόκτιστων μελισσοκομικών κατασκευών, όπως τα μελισσόσπιτα της Άνδρου, αλλά και την αναβίωση παραδοσιακών μεθόδων μελισσοκομίας – κοντολογίς, στη διατήρηση της υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της πατρίδας μας.

ΔΡ. ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ

ΟΜΟΤΙΜΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΒΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ 

Η παράδοση της Μελισσοκομίας στην Ελλάδα είναι τεράστια και δεν πρέπει να χαθεί στη λήθη. Οι παραδοσιακές μέθοδοι άσκησης της Μελισσοκομίας, ανάμεσα σ' αυτές και η μέθοδος με τις κινητές κηρήθρες, μπορεί να μην ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες, μπορούν, όμως, να βοηθήσουν τον μελισσοκόμο να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το μελίσσι και να πάρει ερεθίσματα και γνώσεις, που θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στη βιολογία των μελισσιών και στη μείωση της παραγωγής μελισσοκομικών προϊόντων.

Η συντήρηση, επίσης, επισκέψιμου μελισσοκομείου με παραδοσιακές κυψέλες μπορεί να λειτουργήσει ως "όχημα" διάχυσης της ιστορίας και του πολιτισμού της κάθε περιοχής, αλλά, ταυτόχρονα, εναλλακτική πηγή εισοδήματος, προσελκύοντας ανθρώπους κάθε ηλικίας και κάθε φυλής.

Προτρέπουμε τους μελισσοκόμους να αναβιώσουν παραδοσιακές μεθόδους άσκησης της μελισσοκομίας σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, εκμεταλλευόμενοι τις γνώσεις και τις αναμνήσεις των απόμαχων της μελισσοκομίας και της ζωής. Γιατί, παραφράζοντας τον Σανταγιάνα, "ένας λαός που χάνει (ξεχνά) την ιστορία του, είναι άοπλος μπροστά στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος".

ΔΡ. ΣΟΦΙΑ ΓΟΥΝΑΡΗ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑΣ, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ & ΔΑΣΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Η παραδοσιακή μελισσοκομία είχε δύο πλευρές. Δηλαδή, είχε την οικογενειακή παράδοση, η οποία ερχόταν από ένα παρελθόν γενεών, και εκεί είχαμε τις πήλινες ή τις ξύλινες κτλ. τύπου κυψέλες, που, σε κάποια είδη μπορούν να σώζονται, ιδιαίτερα οι πήλινες, τα βρασκιά*. Η άλλη ήταν η λεγόμενη νεοπαραδοσιακή, δηλαδή υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι, είτε είχαν σπουδάσει, είτε είχαν μια συγκεκριμένη ενασχόληση, και αυτοί μάθαιναν μελισσοκομία με όρους πιο επιστημονικούς. Κι αυτοί, όμως, ήταν στο χωριό μεμονωμένοι μελισσοκόμοι. Απλώς εισήγαγαν κάποιες μικρές καινοτομίες, σε σχέση με τα πλαίσια, με τον τύπο της κυψέλης, με το καπνιστήρι, ενδεχομένως με μια ηθολογική συμπεριφορά των μελισσών, την οποία έδειχναν να κατέχουν καλύτερα σε σχέση με τους παραδοσιακούς μελισσοκόμους.

*βρασκί: κάθετη πήλινη κυψέλη κινητής κηρήθρας της Κρήτης 

ΔΡ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΟΣ



Στην έρευνά μου στην Άνδρο, βρήκα έναν εντυπωσιακά μεγάλο πλούτο σε διάφορα είδη πήλινων κυψελών, καθώς και σε κτήρια για "κυψέλες-ντουλάπια". Ο πιο συνηθισμένος τύπος κυψέλης στην Άνδρο, όπως επίσης και στην Κέα και στη Σύρο, ήταν η πλεκτή κυψέλη, που την επικάλυπταν με κοπριά. Τις κυψέλες τις έβαζαν σε θουρίδες (τριγωνικές ή τετράγωνες κόγχες στους τοίχους). Όλες αυτές οι κυψέλες, πήλινες ή κτήρια, ήταν σταθερής κηρήθρας. Ωστόσο, στην Άνδρο, στη μονή της Αγίας, πάνω από το Μπατσί, εντόπισα μία και μοναδική περίπτωση με κυψέλες κινητής κηρήθρας, κατασκευασμένες κατά παραγγελία σε τοπικό αγγειοπλάστη με καταγωγή από τη Σίφνο. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες ότι στην Άνδρο ερχόντουσαν πλανόδιοι το καλοκαίρι, έφερναν σταμνιά έτοιμα ή έκαναν επιτόπια πρόχειρο καμίνι. Δούλευαν από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, όπου επέστρεφαν στις οικογένειές τους. Στην Κέα το ψέλι, υψέλι, διψέλι, ή γλάστρα, είναι πήλινη κυψέλη κινητής κηρήθρας σε δεύτερη, ή ακόμα και σε πρώτη χρήση στο λιοτρίβι. Τα παλιότερα χρόνια στην Κέα χρησιμοποιούσαν σταθερές κυψέλες σε τρύπες, μελισσοτρύπια, στις όχτες (τοιχώματα της πεζούλας) μέσα σε παραθούρες (κόγχες στον τοίχο) χτιστές. Όλες μαζί έκαναν μια μελισσόμαντρα. Αυτές ήταν είτε ορθογώνιες, είτε τριγωνικές. Χρησιμοποιούσαν τόσο πήλινα υψέλια, που τα σκέπαζαν με μια πλάκα, όσο και κοφίνια. Έχουν αναφερθεί ακόμα κυψέλες σε κομμένους κούφιους κορμούς δέντρου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΕΗΣ